προπερδίνη

προπερδίνη
η, Ν
(βιοχ.) πρωτεΐνη τού πλάσματος τού αίματος, ένα από τα συστατικά στοιχεία τού συμπληρώματος που έχει βακτηριογόνο δράση και παίζει σημαντικό ρόλο στη φυσική ανοσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”